αναθεωρώ

αναθεωρώ
(-έω) (Α ἀναθεωρῶ)
εξετάζω εκ νέου, επανεξετάζω, ελέγχω με ακρίβεια
νεοελλ.
τροποποιώ, ανασκευάζω ριζικά τις ιδέες, τις θεωρίες ή τις αποφάσεις μου
αρχ.
εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + θεωρῶ.
ΠΑΡ. αναθεώρηση (-ις)
νεοελλ.
αναθεωρητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναθεωρώ — αναθεωρώ, αναθεώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναθεωρώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. ερευνώ κάτι επιμελέστερα, ξαναεξετάζω, για να τροποποιήσω: Αναθεωρήθηκαν οι μη θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. 2. τροποποιώ προηγούμενες σκέψεις ή αποφάσεις μου: Τα πολιτικά κόμματα τα τελευταία χρόνια αναθεώρησαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναθεωρῶ — ἀναθεωρέω examine carefully pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀναθεωρέω examine carefully pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναθεωρητής — ο αυτός που αναθεωρεί, που εξετάζει για δεύτερη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεωρώ. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον πληθυντικό (ἀναθεωρηταί*) από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1830. ΠΑΡ. αναθεωρητικός] …   Dictionary of Greek

  • αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] …   Dictionary of Greek

  • αναπολώ — ( έω) (Α ἀναπολῶ και ποιητ. ἀμπολῶ) επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναλογίζομαι αρχ. 1. αναστρέφω το χώμα με άροτρο, οργώνω 2. επαναλαμβάνω, αναθεωρώ 3. σκέπτομαι, σταθμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πολῶ «αναστρέφω». ΠΑΡ. αναπόληση( ις) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αναριθμώ — ( έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, έομαι) νεοελλ. αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ αρχ. 1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι 2. αναθεωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριθμώ. ΠΑΡ. αναρίθμητος] …   Dictionary of Greek

  • ανεπισκέπτομαι — (Μ ἀνεπισκέπτομαι) νεοελλ. επισκέπτομαι εκ νέου μσν. αναθεωρώ …   Dictionary of Greek

  • διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …   Dictionary of Greek

  • επαναλαμβάνω — και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω) 1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει») 2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω νεοελλ. διαβάζω πολλές φορές ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”